Ο ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΑΜΟΥ – ΟΙ ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ ( Ά ΜΕΡΟΣ )

ΠΡΙΑΜΟΣ


Οι γενεαλογίες στα ομηρικά έπη καλύπτουν συνήθως τρεις γενιές: τον ήρωα, τον πατέρα του και τον γιο του. Εξαίρεση αποτελεί το πολύ πιο εκτενές γενεαλογικό δέντρο του Αινεία, που καλύπτει έξι γενιές σε είκοσι έξι στίχους (Υ 215-241). Σε αυτό το γενεαλογικό δέντρο καλύπτεται η ιστορία της Τροίας και επιμέρους μυθικά επεισόδια (όπως του Γανυμήδη). Έτσι, δημιουργείται μια χρονολογική σειρά από τον Δία μέχρι τον Έκτορα και τον Αινεία, ενώ οι επώνυμοι ήρωες Ίλος και Τρως φαίνεται ότι επινοήθηκαν από τον ποιητή ή νωρίτερα από τους αοιδούς για να αιτιολογηθούν οι ονομασίες Ίλιο και Τροία.[1]

Και μαθ’, εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις

την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν·

πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει

την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν

πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν

και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.

Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος εκείνον

τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη

που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες

περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.

Και κει που εβόσκαν άναψεν απ΄ έρωτα ο Βορέας

και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ’ εκείνες·

και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.

Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα

στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν·

και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης

στην κορυφήν του κύματος ξακρίζουν τον αφρόν της.

Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας

ο Τρως γεννήθη και απ’ αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια

ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,

που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,

που τον σηκώσαν οι θεοί για κείνα του τα κάλλη

να ζει μ΄ αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.

Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος

τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,

ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα·

τον Κάπυν ο Ασσάρακος, ο Κάπυς τον Αγχίσην,

τούτος εμέ [τον Αινεία] και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον·

την γενεάν, το αίμ’ αυτό καυχόμ’ εγώ πως έχω.

(Όμ., Ιλ. Υ 215-241, Μετ. Ι. Πολυλάς) (Εικ. 1234)

 

 

Ο Πρίαμος είναι ο πιο γνωστός από τους γιους του Λαομέδοντα, επειδή ο Τρωικός πόλεμος έγινε στην εποχή του, όταν ήταν ήδη πολύ γέρος. Το όνομα της μητέρας του είναι ασαφές· άλλοτε είναι η κόρη του ποταμού Σκάμανδρου Στρυμώ, άλλοτε κάποια Πλακία ή Λευκίππη.

Παιδικά χρόνια – Βασιλεία


Τα παιδικά χρόνια του Πρίαμου σημαδεύτηκαν από την πρώτη άλωση της Τροίας από τον Ηρακλή.

 

[…] έπλευσε [ο Ηρακλής] εναντίον του Ιλίου με δεκαοκτώ πλοία, που το καθένα είχε πενήντα κουπιά, αφού πρώτα συγκέντρωσε στρατό από άριστους άνδρες, που αποφάσισαν να συμμετάσχουν εθελοντικά στην εκστρατεία. Όταν κατέπλευσε στο Ίλιο, εμπιστεύτηκε τη φύλαξη των πλοίων στον Οϊκλή και ο ίδιος με τα υπόλοιπα παλικάρια επιτέθηκε στην πόλη. Ο Λαομέδοντας, πλησιάζοντας στα πλοία με τον στρατό του, σκότωσε πάνω στη μάχη τον Οϊκλή, εκδιώχθηκε όμως από τους άνδρες του Ηρακλή και κλείστηκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Τελαμώνας προκάλεσε ρήγμα στο τείχος, μπήκε πρώτος στην πόλη και μετά από αυτόν ο Ηρακλής. Μόλις εκείνος είδε πρώτον τον Τελαμώνα να μπαίνει, τράβηξε το ξίφος από τη θήκη και όρμησε εναντίον του, επειδή δεν ήθελε κανένας να θεωρείται καλύτερός του. Ο Τελαμώνας, μόλις το αντιλήφθηκε αυτό, άρχισε να μαζεύει πέτρες από εκεί κοντά και, όταν εκείνος τον ρώτησε τι κάνει, απάντησε ότι κατασκευάζει ένα βωμό για να τιμήσει τον Ηρακλή τον καλλίνικο. Εκείνος τον επαίνεσε και, μόλις κυρίευσε την πόλη, αφού σκότωσε με τα βέλη του τον Λαομέδοντα και τα παιδιά του εκτός από τον Ποδάρκη, έδωσε ως έπαθλο στον Τελαμώνα την κόρη του Λαομέδοντα Ησιόνη, και σε εκείνη επέτρεψε να πάρει μαζί της όποιον από τους αιχμαλώτους ήθελε. Όταν αυτή διάλεξε τον αδελφό της τον Ποδάρκη, είπε ότι πρώτα πρέπει να γίνει δούλος και τότε μόνο θα τον έχει, αφού δώσει κάτι για να τον εξαγοράσει. Και αυτή, την ώρα της αγοροπωλησίας, έβγαλε κεφαλομάντιλό της και την έδωσε ως αντίτιμο· από αυτό το γεγονός ο Ποδάρκης ονομάστηκε Πρίαμος[2]. (Απολλόδ. 2.6.4) (Εικ. 56)

Ο Ηρακλής εμπιστεύτηκε την Τροία στον μόνο γιο του Λαομέδοντα που είχε επιζήσει, τον Πρίαμο, ο οποίος σταδιακά επεξέτεινε τα όρια της εξουσίας του σε ολόκληρη την περιοχή και στα νησιά κοντά στην ασιατική γη. Παραδίδεται ακόμη ότι πολέμησε στις όχθες του Σαγγάριου τις Αμαζόνες ως σύμμαχος του Φρύγιου Οτρέα (Όμ., Ιλ. Γ 184-189).

 

Ο Πρίαμος στη Φρυγία

και στης Φρυγίας μια φορά τ’ αμπελοφόρα μέρη

επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων,

που τότ’ εστρατοπέδευαν στες όχθες του Σαγγάρου,

του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως,

ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω,

όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες·

(Όμ., Ιλ. Γ 184-189)

 

Γάμοι – Απόγονοι


Από τον πρώτο του γάμο με την Αρίσβη, κόρη του Μέροπα, απέκτησε ένα γιο, τον Αίσακο. Την άφησε στον Υρταίο, για να παντρευτεί την Εκάβη με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά, πρώτα τον Έκτορα, ύστερα τον Πάρη, μετά τις κόρες Κρέουσα, Λαοδίκη, Πολυξένη, Κασσάνδρα, τέλος τους γιους Έλενο, Πάμμονα, Πολίτη, Άντιφο, Ιππόνοο, Πολύδωρο, Τρωίλο, που θεωρούνταν και γιος του Απόλλωνα. Από άλλες παλλακίδες απέκτησε πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, πενήντα ονόματα παραδίδονται, όχι όμως από μόνο έναν συγγραφέα. Πληρέστερος είναι ο κατάλογος του Απολλόδωρου με 47 ονόματα.

 

Πάντως, όλα τα παιδιά με τους/τις συζύγους τους ζουν στο παλάτι, σε ιδιαίτερο θάλαμο το κάθε ζευγάρι.

 

Δράση στον πόλεμο


Ο πραγματικός ηγέτης στον πόλεμο ήταν ο Έκτορας, ο οποίος είχε διάφορους συμβουλάτορες, όχι όμως και τον ηλικιωμένο πατέρα του που δεν έπαιρνε μέρος στις μάχες, προήδρευε μόνο στις συνελεύσεις, χωρίς να ακούγεται πάντα η γνώμη του και παρακολουθούσε τον πόλεμο ψηλά από τα τείχη μαζί με άλλους συνομήλικούς του δημογέροντες (Γ 145 κ.ε.).

Μάλλον γνώριζε τα σχέδια του Πάρη για την απαγωγή της Ελένης και δεν έφερε αντιρρήσεις. Ήταν φιλικός με την Ελένη (Γ 161 κ.ε.), άτολμος σε κρίσιμες αποφάσεις, ευγενής με εξαίρεση τη στιγμή που διώχνει οργισμένος από θλίψη κάποιους Τρώες που ήλθαν να συμπαρασταθούν στη βασιλική οικογένεια για το πένθος τους. Είναι γενικά ευσεβής, αν και πατά τους όρκους που έδωσε με τον Αγαμέμνονα ως εγγύηση ότι αυτός που θα νικούσε στη μονομαχία για την Ελένη, ο Πάρης ή ο Μενέλαος, θα την κέρδιζε οριστικά και ο πόλεμος θα σταματούσε. (Εικ. 7891011)

Προς το τέλος της Ιλιάδας δραστηριοποιείται περισσότερο. Προστάζει να κρατηθούν οι πύλες ανοιχτές για να καταφύγουν μέσα στην πόλη οι κυνηγημένοι από τον Αχιλλέα Τρώες (Φ 526 κ.ε.). Βιώνει τον θάνατο πολλών παιδιών του, και του Έκτορα στο τέλος, τον οποίο εξόρκιζε να μην μονομαχήσει με τον Αχιλλέα. Προσπάθησε μάλιστα να τον συγκινήσει, προβλέποντας την καταστροφή της Τροίας, το μέγεθος και τις εκφάνσεις της, τις γενικότερες συνέπειες του πολέμου. Ο Έκτορας δεν πείσθηκε, και όταν σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό –και στην μορφήν ομοιώθη / με αγόρι γενεάς λαμπρής, πόχει το πρώτο χνούδι, / καιρός που η νιότη φαίνεται με όσην χάριν έχει (Ω 346-348). (Εικ. 121314151617181920212223242526)

Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα / την πλάση και τ’ ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν (Ω 630-631), αναγνώρισε ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Εξάλλου, οι αρετές του Αχιλλέα δικαίωναν και τις αρετές του δικού του γιου που πέθανε από έναν τέτοιο εχθρό. Έτσι, οι δύο αντίπαλοι συντρώγουν σε ένα νεκρόδειπνο που περιλαμβάνει φαγητά και κρασί, ενώ ικανοποιείται και η ανάγκη για έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων. Όλα αυτά, μαζί με τον ύπνο που επέρχεται, σηματοδοτούν επαναφορά στη σωματική κανονικότητα, δηλαδή η ικανοποίηση των σωματικών αναγκών που αναστέλλονται με το πένθος, και η επιστροφή του σώματος του Έκτορα στο στρατόπεδο των Τρώων σηματοδοτούν την επιστροφή στην τελετουργική ομαλότητα, καθώς αποκαθίστανται η ανταπόδοση, η ικεσία –τον ικέτη του θα σεβαστεί περίσσια, λέει ο Δίας για τον Αχιλλέα, και την ίδια φράση επαναλαμβάνει η Ίριδα στον Πρίαμο (Ω 158, 187· πρβ. 465-7, 478-9) και η νεκρική τελετουργία. Κάτω από άλλες συνθήκες το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σφυρηλατήσει ειρηνικούς δεσμούς μεταξύ των αντιμαχομένων. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, η νεκρική τελετουργία έβγαλε τον Αχιλλέα από την παρατεταμένη περίοδο της μεταιχμιότητάς του, Τρώες και Αχαιούς από μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας και αμηχανίας και ωθεί το δράμα στη λύση του. (Εικ. 27282930)

 

Θάνατος του Πρίαμου


Με τον εχθρό μέσα στο παλάτι, ο Πρίαμος θέλησε να υπερασπιστεί τους δικούς του και ξαναπήρε ο ηλικιωμένος πολεμιστής τα όπλα που του ενεχείρισε η κόρη του Λαοδίκη. Όμως η Εκάβη τον τράβηξε πίσω στο παλάτι, για να προσπέσουν ικέτες σε βωμό των θεών δαφνοστεφανωμένοι. Εκεί βιώθηκε η μεγαλύτερη αγριότητα του πολέμου, καθώς καταπατήθηκαν όλοι οι νόμοι της ικεσίας και επαληθεύθηκαν οι προβλέψεις που είχε κάνει ο Πρίαμος (Χ 58-76). Είδε τον γιο του Πολίτη να σκοτώνεται στον βωμό από τον Νεοπτόλεμο, που έπιασε και τον γέροντα από τα μαλλιά, τον τράβηξε από τον βωμό και τον αποκεφάλισε. Το σώμα έμεινε άταφο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή τον έσυρε μέχρι τον τάφο του Αχιλλέα έξω από την πόλη και εκεί τον σκότωσε. Στην Ιλιάδα Μικρά ο Πρίαμος φονεύεται από τον Νεοπτόλεμο «στην πόρτα του σπιτιού του» (πρβ. Χ 66), στην Ιλίου Πέρσιν πεθαίνει στον βωμό του ερκείου Διός, ενώ μυθολογείται και ο θάνατός του με όπλο το νεκρό σώμα του εγγονού του. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν οι θνητοί να μη φτάσουν σε μια τέτοια κατάσταση τη στιγμή που ο Δίας είχε κατηγορήσει την Ήρα ότι ευχαρίστως θα έτρωγε τον Πρίαμο ωμό (Δ 34-6); (Εικ. 3132333435363738394041424344)

1 Παραθέτουμε τους ομηρικούς στίχους, επισημαίνοντας με έντονα τυπογραφικά στοιχεία τα ονόματα των γεννητόρων από τη μια γενιά στην άλλη, και, στη συνέχεια, σχηματικά το γενεαλογικό δέντρο, όπως αυτό δίνεται στο απόσπασμα. Με διαφορετικό χρώμα επισημαίνονται αυτοί από τους οποίους διακλαδώθηκε η γενιά και τα ονόματα των επιγόνων (και πάλι όσα αναφέρονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα και όχι όσα είναι γνωστά από τον ίδιο ποιητή και από άλλες πηγές)
Ζευς -> Δάρδανος -> Εριχθόνιος -> Τρως -> Ίλος, Ασσάρακος, Γανυμήδης.
Ίλος -> Λαομέδων -> Τιθωνός, Πρίαμος, Λάμπος, Κλυτίος, Ικετάων
Ασσάρακος -> Κάπυς -> Αγχίσης -> Αινείας
Πρίαμος -> Έκτωρ

2 Από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω. Ο Πρίαμος ανοικοδόμησε την γκρεμισμένη πόλη, ενώ ο Ηρακλής και ο Τελαμώνας με τον στρατό και την Ησιόνη γύρισαν στην Ελλάδα.

ΕΚΑΒΗ


Καταγωγή

Υπάρχουν δύο παραδόσεις για την καταγωγή της Εκάβης. Η μία, επική, τη θέλει να κατάγεται από τη Φρυγία ως κόρη του Δύμαντα με απώτερη καταγωγή από τον ποταμό Σαγγάριο -ενίοτε θεωρούνταν και πατέρας της· η άλλη, των τραγικών, τη θέλει κόρη του βασιλιά των Θρακών Κισσέα. Ως κόρη του Κισσέα μητέρα της θεωρείται η Τηλέκλεια, ως κόρη του Σαγγάριου η Νύμφη Ευαγόρα, ως κόρη του Δύμαντα η Νύμφη Ευνόη, ενώ τον τίτλο διεκδικεί και η Γλαυκίππη, κόρη του Ξάνθου. Μέχρι και τον 6ο αι. μ.Χ. το γενεαλογικό δέντρο της Εκάβης προκαλούσε συζητήσεις ανάμεσα στους γραμματικούς της εποχής.

Γάμος – Απογόνοι


Η υδάτινη καταγωγή της Εκάβης, από τον Σαγγάριο, αιτιολογεί τη γονιμότητά της, μια και ως (δεύτερη) σύζυγος του Πριάμου απέκτησε δεκαεννέα παιδιά.

Πρωτότοκος γιος ήταν ο Έκτορας, όμως όνειρο (Εικ. 45)σημάδεψε τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, του Πάρη:

… όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. Για πέντε μέρες το βρέφος, που εκείνος είχε εγκαταλείψει, τράφηκε από μιαν αρκούδα. Κι όταν το βρήκε σώο, το μάζεψε, το έφερε στους αγρούς και το ανέθρεψε σαν να ήταν δικό του παιδί, αφού το ονόμασε Πάρι. Έφηβος πια και ασύγκριτος σε ομορφιά και δύναμη, επονομάστηκε και Αλέξανδρος, επειδή κυνηγούσε τους ληστές και προστάτευε τα κοπάδια. Και ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα, βρήκε τους γονείς του. (Απολλόδωρος 3.12)

Ο Πίνδαρος παραλλάσσει το όνειρο της Εκάβης. Είδε, λέει, πως είχε γεννήσει τέρας με εκατό χέρια. Σε καθένα κρατούσε από ένα δαυλό αναμμένο και σώριαζε την Τροία σε ερείπια.

Άλλη εκδοχή αναφέρει πως οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, δήλωσαν πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί. Όμως την ορισμένη μέρα, εκτός από την Εκάβη, γέννησε και η Κίλλα τον Μούνιππο από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου. Αυτούς θανάτωσε ο Πρίαμος.

Μετά από αυτόν [τον Πάρη] η Εκάβη γέννησε κόρες, την Κρέουσα, τη Λαοδίκη, την Πολυξένη, την Κασάνδρα, στην οποία ο Απόλλωνας υποσχέθηκε να διδάξει την τέχνη της μαντείας, επειδή ήθελε να σμίξει μαζί της. […] Στη συνέχεια γέννησε πάλι αγόρια, τον Δηίφοβο, τον Έλενο, τον Πάμμονα, τον Πολίτη, τον Άντιφο, τον Ιππόνοο, τον Πολύδωρο, τον Τρωίλο· γι’ αυτόν λένε ότι τον απέκτησε με τον Απόλλωνα. (Απολλόδωρος 3.12)

Το τέλος του πολέμου – Θάνατος Εκάβης


Στην Ιλιάδα η Εκάβη δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, κυρίως θρηνεί τον Έκτορα και τότε εκφράζεται με πάθος εναντίον του Αχιλλέα: «Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα / θα του ‘τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.» (Ω 212-213). Όμως από τους τραγικούς αναδεικνύεται ως η μάνα στην οποία συσσωρεύονται όλα τα δεινά.

Στον πόλεμο έχασε τα αρσενικά παιδιά της και μετά την άλωση την Κασσάνδρα (Εικ. 3639), που την είδε να φεύγει αιχμάλωτη και παλλακίδα του Αγαμέμνονα, την Πολυξένη (Εικ. 46), που θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, και τον Πολύδωρο, τον πιο μικρό της γιο που ο Πρίαμος είχε εμπιστευτεί στον θράκα βασιλιά Πολυμήστορα. Τον θάνατο του αδικοχαμένου γιου εκδικήθηκε η αιχμάλωτη Εκάβη με τρόπο σκληρό -τύφλωσε τον φονιά του Πολυμήστορα, ενώ άλλες αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες σκότωσαν τα παιδιά του Θράκα βασιλιά. (Εικ. 474849281)

Για την πράξη της αυτή οι Έλληνες τη λιθοβόλησαν, όμως κάτω από τις πέτρες βρήκαν αντί για το σώμα της το πτώμα μιας σκύλας με πύρινα μάτια. Άλλοι παραδίδουν ότι μεταμορφώθηκε σε σκύλα την ώρα που την κυνηγούσαν οι σύντροφοι του Πολυμήστορα ή πάνω στο καράβι που τη μετέφερε αιχμάλωτη στην Ελλάδα, οπότε και ρίχτηκε στη θάλασσα. Άλλη παράδοση τη θέλει να φεύγει από την Τροία μαζί με τον Έλενο, την Κασσάνδρα και την Ανδρομάχη προς τη Χερσόνησο της Θράκης, προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί. Εκεί μεταμορφώθηκε σε σκύλα και πέθανε. Θάφτηκε από τον Έλενο σε τάφο που ονομάστηκε κυνός σῆμα (ο τάφος της σκύλας). Στην τραγωδία Τρωάδες η Εκάβη δίνεται σαν δούλα στον Οδυσσέα, στον άνδρα που προκάλεσε με το τέχνασμά του την άλωση της Τροίας.

 

ΕΚΤΟΡΑΣ


Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα


Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, μάλλον πρωτότοκος, ή, επειδή ο Απόλλωνας ήταν πάντα δίπλα του, γιος και του ίδιου του θεού. Παντρεύτηκε την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβας στη Μυσία, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αστυάνακτα ή Σκαμάνδριο. Άλλες παραδόσεις αποδίδουν ακόμη ένα ή δύο παιδιά στο ζευγάρι, τον Λαοδάμαντα και τον Όξυμο.

Όντας ο Πρίαμος σε βαθιά γεράματα και παροπλισμένος από ευθύνες και καθήκοντα, στην ουσία ο Έκτορας κυβερνά την Τροία, συγκαλεί τις συνελεύσεις και διευθύνει τις συζητήσεις. Είναι αρχηγός του στρατού και σπουδαίος μαχητής. Σέβεται τους θεούς, τους γονείς του, τη σύζυγό του Ανδρομάχη, φέρεται τρυφερά στο παιδί του και για την Ελένη δεν αρθρώνει κακό λόγο. Πριν τη μονομαχία του με τον Αχιλλέα, στη συναντηση που είχε με τη γυναίκα του, εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της, σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε και οι Έλληνες έπαιρναν την Τροία. Γενικά, εμφανίζεται ευσεβής και ζητά τον εξευμενισμό των θεών αναγνωρίζοντας τη δύναμή τους.

Για την εξωτερική του εμφάνιση, την προσωπικότητα και το ήθος του μαρτυρεί ο Φιλόστρατος, σοφιστής του 2ου/3ου αι. μ.Χ.:

Το άγαλμα του Έκτορα στο Ίλιο θυμίζει ημίθεο. […] Δείχνει μεγαλοφροσύνη, ορμητικότητα, ευθυμία, μεγαλόπρεπο σφρίγος και παριστάνεται στο άνθος της νεότητάς του και με κοντά μαλλιά. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 2.10)

Ο Όμηρος περιέγραψε με πολύ ωραία τον τρόπο που [ο Έκτορας] οδηγούσε το άρμα του, τις μάχες του, τις σκέψεις του και το γεγονός ότι η Τροία στηριζόταν σε αυτόν και μόνο και όχι σε άλλον. Οι καυχησιολογίες του Έκτορα, όπως παρουσιάζονται μέσα από την ομηρική ποίηση, και οι απειλές του προς τους Αχαιούς για το κάψιμο των πλοίων, ο Πρωτεσίλαος λέει πως ανταποκρίνονται στην ορμητικότητα του ήρωα, διότι συνήθιζε να λέει πολλά τέτοια στις μάχες. Το βλέμμα του ήταν πολύ φωτεινό και η φωνή του δυνατή. Ήταν πιο μικρόσωμος από τον Τελαμώνιο, όμως καθόλου κατώτερος στη μάχη, όπου έδειχνε και κάτι από τη φλογερή ιδιοσυγκρασία του Αχιλλέα. […] Τα μαλλιά του τα είχε κομμένα κοντά, παρά το γεγονός ότι οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα συνήθιζαν να τα έχουν μακριά. […] Τα αυτιά του ήταν κομμένα σαν των παλαιστών, όχι όμως επειδή είχε σχέση με την πάλη […] αλλά επειδή αντιμετώπιζε ταύρους και το να συμπλέκεται με αυτά τα ζώα το θεωρούσε πολεμική εξάσκηση. […] Του άρεζε να τους δαμάζει και να μην παραιτείται, έστω κι αν είχε πληγωθεί. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 12.b)

Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος


Παραστάτες θεοί του Έκτορα στον πόλεμο ήταν ο Άρης και, κυρίως, ο Απόλλωνας, ενώ ευνοϊκός μαζί του δείχνεται και ο Δίας, μέχρι τη μοιραία για τον Έκτορα ώρα. Ποσειδώνας, Αθηνά και Ήρα τον εχθρεύονται.

Ο Έκτορας σκότωσε τον πρώτο Αχαιό που πάτησε το πόδι του στο έδαφος της τρωικής χερσονήσου, τον Πρωτεσίλαο. Πολύ κοντά στην αρχή του πολέμου πρότεινε να λυθεί το θέμα με μια μονομαχία μεταξύ του αδερφού του Πάρη και του Μενέλαου, από την οποία όμως δεν προέκυψε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Αργότερα (ραψωδία Η), πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί. Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος αλλά συγκρατήθηκε από τον αδελφό του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέχθηκε με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Αλλά επειδή η μονομαχία δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται. Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο / ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο (με αυτό το ξίφος ο Αίαντας αυτοκτόνησε αργότερα), ενώ ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας (Η 303-305), την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου. (Εικ. 50515210)

Πριν από τον θάνατο του Πάτροκλου ο Έκτορας εφάρμοζε το άγραφο δίκαιο σχετικά με την περισυλλογή των νεκρών και την ταφή τους, καθώς και για την απόδοση των νεκρών πολεμιστών στους δικούς τους ανθρώπους (Η 375-78, 408-11). Όταν κάλεσε κάποιον Αχαιό πολεμιστή να μονομαχήσει μαζί του για να λυθεί με μονομαχία ο πόλεμος, ζήτησε, σε περίπτωση που νικηθεί, ο αντίπαλός του να τον γδύσει κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια· / μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν / οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν (Η 78-80) -τραγικότατη η φράση αν αναλογισθεί κανείς τη μεταχείριση του σώματός του από τον Αχιλλέα. Αντίστοιχα, υποσχέθηκε ότι αν νικούσε, θα αφιέρωνε την πανοπλία του αντιπάλου του στον ναό του Απόλλωνα -ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο- και θα παρέδιδε το σώμα του για να το θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, / και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν (Η 83-85), συμφωνία που οι Αργίτες αποδέχτηκαν σιωπηλά. Την ίδια συμφωνία αρνήθηκε, με εξαιρετικά άγριο τρόπο, ο Αχιλλέας στον Έκτορα αργότερα και ζωντανό τον προϊδέασε με λεπτομέρειες για την τύχη του νεκρού του σώματος.

Ως την αρχή του δέκατου έτους του πολέμου, ο Έκτορας ακολουθούσε αμυντική τακτική –αν και γι’ αυτό κατηγορεί τους γέροντες που με τη δειλία της ηλικίας τους κρατούσαν τον στρατό και δεν τον άφηναν να μεταφέρει τον πόλεμο κοντά στα πλοία των Αχαιών (Ο 722-723). Μεγάλη γενναιότητα έδειξε όταν ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τον πόλεμο εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον Αγαμέμνονα για τις δύο αιχμάλωτες τρωαδίτισσες, τη Χρυσηίδα και τη Βρισηίδα, κυρίως στη μάχη κοντά στα πλοία των Αχαιών. (Εικ. 53) Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβουν θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες, όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Η παρέμβαση του Απόλλωνα τον έσωσε από τα βέλη του Τεύκρου, ενώ με παρέμβαση του Δία οι θεούς του αφήσουν τη νίκη. Η δικαίωση και η δόξα του Αχιλλέα μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών περνά μέσα από τη δόξα του Έκτορα.

Η μονομαχία με τον Πάτροκλο


Οι νίκες του Έκτορα ώθησαν τον Πάτροκλο να ασκήσει πίεση στον Αχιλλέα για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή, τουλάχιστον, για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.

Ο Έκτορας αντιμάχησε με τον Πάτροκλο για το σώμα του ηνιόχου του, του Κεβριόνη, (Εικ. 54) κρατώντας τον νεκρό από το κεφάλι, τη στιγμή που ο Πάτροκλος τον κρατούσε από το πόδι (Π 762-763), ενώ νωρίτερα είχε παροτρύνει τους άνδρες του να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).

Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται, δοκίμασε μάλιστα να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι [του Πάτροκλου] / να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του (Σ 176-7)· με κοφτερό χαλκό απ’ τους ώμους του την κεφαλή να κόψει / και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους (Ρ 126-7). Θεωρεί τόσο σημαντική την κατοχή του σώματος του Πάτροκλου που υπόσχεται τα μισά απ’ τα κούρσα του σε όποιον τον σύρει προς τα τείχη (Ρ 229-32). Όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5· πρβ. Σ 176-7). (Εικ. 5556575859)

Η μονομαχία με τον Αχιλλέα


 

Ο θάνατος του Πατρόκλου ήταν καταλυτικός για τον Αχιλλέα και για την τύχη του Έκτορα και την έκβαση του πολέμου. Με τα καινούρια όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος ξαναβγήκε στη μάχη και σκότωσε τόσους που ο ποταμός Σκάμανδρος του παραπονέθηκε για τα πολλά πτώματα που σωρεύονταν στα νερά και την κοίτη του και εμπόδιζαν τα νερά να βρουν τη συνηθισμένη διέξοδό τους στη θάλασσα. Στη μάχη ρίχτηκαν και οι θεοί, με αποτέλεσμα οι Τρώες να υποχωρήσουν. Ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, παρά την πίεση που δέχτηκε από τους γονείς και τη σύζυγό του για το αντίθετο (Όμ. Ιλ., Ζ 404-432, Χ 38-39, 82).

Αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα τού προκάλεσαν δισταγμό, το έβαλε στα πόδια και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε -τρεις φορές έκαναν τον γύρο των τειχών. Η θεά Αθηνά πήρε τότε την μορφή του Διηφόβου και τον ενθάρρυνε να πολεμήσει, λέγοντάς του ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί τον Αχιλλέα. Απώτερος σκοπός της θεάς ήταν να προκαλέσει τη μονομαχία και τον θάνατο του Έκτορα. Ο Έκτορας πείστηκε στα λόγια του (της), κατέπνιξε τον φόβο του και συναντησε τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ζήτησε μάλιστα να τηρήσουν το άγραφο δίκαιο του πολέμου και να συμφωνήσουν ότι ο νικητής της μονομαχίας δεν θα ατίμαζε το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος και αυτός με αρνητικά συναισθήματα για το χαμό του Πατρόκλου, αρνήθηκε με τρόπο υβριστικό. Ο Αχιλλέας έριξε πρώτος το ακόντιο του, αλλά ο Έκτορας το απέφυγε και απάντησε αμέσως μετά επίσης με ρίψη ακοντίου που βρήκε στην ασπίδα του Αχιλλέα, όμως δεν τη διαπέρασε. Η Αθηνά στο μεταξύ έδωσε πίσω το ακόντιο στον Αχιλλέα, ενώ ο Έκτορας που γύρισε κοιτώντας στα τείχη και ψάχνοντας το Διήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο συνειδητοποίησε ότι η παρουσία του νωρίτερα ήταν τέχνασμα θεϊκό. Το ζύγισμα των ψυχών των δύο ηρώων από τον Δία, η ψυχοστασία, έδειξε ότι είχε έρθει η ώρα του Έκτορα -ο δίσκος ο δικός του έφτασε μέχρι κάτω τον Άδη, ο Απόλλωνας τον εγκατέλειψε.

Έχοντας πια επίγνωση του τέλους του, ο Έκτορας δεν το έβαλε κάτω. Είπε πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθαιναν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο, όρμησε στον αντίπαλό του. Εκείνος πάλι, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της, έριξε το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως ποιητικῇ ἀδείᾳ δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές, ώστε ο Αχιλλέας να τον ακούσει να προφητεύει το τέλος του από τον Πάρη μπροστά στις Σκαιές Πύλες αλλά και την ικεσία του να παραδώσει το σώμα του στους δικούς του. Έπεσε νεκρός, αφού πρώτα άκουσε την υβριστική άρνηση του Αχιλλέα να πράξει το δίκαιο. Ο Αχιλλέας τράβηξε το δόρυ από το νεκρό σώμα του (Χ 367, πρβ. Π 503-4, 862-3, Ε 620-1, Ζ 64-5), όπως και τα όπλα αίμα γιομάτα. Ο μανιασμένος τιμωρός είχε κατά νου να αποκεφαλίσει τον φονιά του Πατρόκλου και να του προσφέρει το κεφάλι του (Σ 335), όμως ο ποιητής, έχοντας υπόψη την ικεσία του Πριάμου (ραψωδία Ω), δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει. (Εικ. 6061626364656667)

Τραγικές στιγμές πέρασαν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία είχε μόλις ανέβει στα τείχη και αντίκρισε το φρικτό θέαμα: τον Αχιλλέα να σέρνει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του (Εικ. 12). Μεγάλο μέρος της συγκίνησης και της αποτελεσματικότητας της σκηνής αντλείται από την αντίθεση του αναίσθητου πτώματος του Έκτορα και τη μικρόψυχη κακοβουλία όσων έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν. Και μάλιστα μαχαίρωναν το σώμα του νεκρού και τον χτυπούσαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της επιτυχίας, με μιαν άκαμπτη αδιαφορία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού σε στίχους εκπληκτικής δύναμης. Αντίστοιχα, το κέντημα της Ανδρομάχης με τα σύμβολα της ζωής και της ελπίδας που οι θεοί της αρνιούνται αντιδιαστέλλεται με ό,τι πραγματικά είχε συμβεί στον άνδρα της.

«Ο ποιητής τονίζει το μεγαλείο του Έκτορα περιγράφοντας τη μικρότητα του όχλου», λέει ο Wilamowitz. «Το μαχαίρωμα του πτώματος μπορεί να προέρχεται τελικά από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ότι ο νεκρός άνδρας είναι όντως νεκρός και ότι το φάντασμά του δεν μπορεί να βλάψει τους εχθρούς του μετά θάνατον», επισημαίνει ο Richardson. Και ο Griffin: «Η πικρία για την κακοποίηση […] εντείνεται από τη δύναμη του εχθρού να την πραγματοποιήσει μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μπροστά στα μάτια του λαού του.»[3]

Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα


O Αχιλλέας απέκδυσε τον Έκτορα από την πανοπλία, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον έσυρε πίσω από το άρμα του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία με το σώμα του Έκτορα ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι (Χ 391). Εκεί πέταξε το σώμα του εχθρού του στα χώματα και όποτε θύμωνε το ξαναέδενε στο άρμα και το τραβούσε γύρω από το μνήμα του Πατρόκλου.

Οι προσβολές εδώ είναι απανωτές: 1) Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· 2) η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν. Και φυσικά, συγκινητικά υποβλητική παρουσιάζεται η αντίθεση μεταξύ της προηγούμενης ομορφιάς και της τωρινής παραμόρφωσης, το προηγούμενο μεγαλείο και τον τωρινό εξευτελισμό του ήρωα, κάτι που γινόταν και με άλλους πολεμιστές.

Ωστόσο, αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα: […] Με τ’ ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα(Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του. (Εικ. 686970717273747576)

Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα


Όταν ο Έκτορας σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό.

Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Ο Αχιλλέας παρέδωσε πλυμένο και καθαρό το σώμα του Έκτορα. (Εικ. 1314151617181920212223242526)

Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές


Συστατικό στοιχείο του τελετουργικού της ταφής είναι ο θρήνος. Τον νεκρό Έκτορα θρήνησαν η γυναίκα του, η μητέρα του και η Ελένη, καθεμιά τονίζοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, το πώς οι ίδιες τον έβλεπαν αλλά και τις συνέπειες που θα είχε γι’ αυτές ο θάνατός του. Τον θρήνο τους ακολούθησε ο θρήνος των υπόλοιπων γυναικών του παλατιού.

Το τελετουργικό της ταφής του Έκτορα έγινε σύμφωνα με τα νενομισμένα: με το κάψιμο του σώματος του Έκτορα, το σβήσιμο της πυράς, τη συγκέντρωση των οστών, το τύλιγμά τους σε πορφυρό και μαλακό ύφασμα, την τοποθέτησή τους σε κατάχρυση θήκη, ύστερα σε λάκκο που καλύφθηκε με πέτρες και από πάνω με χώμα. Στη συνέχεια παρατέθηκε νεκρόδειπνο, δεν τελέστηκαν όμως νεκρικοί αγώνες, όχι μόνο γιατί δεν ταίριαζαν με την κατάσταση πολιορκίας και με τη σύντομη ανακωχή, αλλά και γιατί ο ποιητής με τις επιλογές του έδωσε όλη την έμφαση στην ίδια την ταφή, προσφέροντας ιδιαίτερα εσωτερικές σκηνές και ένα ήρεμο και απλό κλείσιμο. Ωστόσο η ποικιλία στη γλώσσα και στις τελετουργικές λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή (Ψ 257, Ω 791-801· πρβ. Η 433-6, ω 71-92).

Από άποψη δομική, θα λέγαμε ότι το έπος κλείνει όπως είχε αρχίσει: μία από τις πρώτες σκηνές του έπους ήταν η σκηνή του λοιμού στο αχαϊκό στρατόπεδο και της πυράς για την καύση των νεκρών και μία από τις τελευταίες η πυρά για την καύση του Έκτορα και η ταφή του. (Εικ. 27282930)

3 U. von Wilamowitz, Die Ilias und Homer. Βερολίνο 1916, σ. 103· N. Richardson, ΟμήρουΙλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό υπόμνημα. τ. ΣΤ, ραψωδίες Φ-Ω. Επιμ. Α. Ρεγκάκος – Μετ. Μαρία Νούσια. Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2005, σ. 272· J. Griffin, Homer on Life and Death. Oxford 1980, 138 αντίστοιχα.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ


Κόρη, σύζυγος, μητέρα


Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του γενναίου / Αετίωνοςπου κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου / της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων (Ζ 395-397), «πολύδωρη» σύζυγος του Έκτορα της Τροίας, τρυφερή μητέρα του Αστυάνακτα:

Ο Έκτορας και οι σύντροφοι τη γλυκομάτα φέρνουν

από τη Θήβα την ιερή κι απ’ την Πλακία, τις βρύσες

οπόχει τις αστείρευτες, την τρυφερή Ανδρομάχη,

πάν’ απ’ τα πέλαα τ’ αρμυρά με τα γοργά

καράβια κι ολόχρυσα πολλά μαζί στριφτά βραχιόλια φέρνουν

και πορφυρά φορέματα με κεντητά λουλούδια,

και φέρνουν πλουμοσκάλιστα στολίδια κι απ’ ασήμι

ποτήρι· αντάμ’ αμέτρητα κι ελεφαντόδοντο άσπρο.

(Σαπφώ, απ. 44 Ρ, μετ. Π. Λεκατσάς)

Το ξεκλήρισμα της οικογένειά της από τον Αχιλλέα τον ένατο χρόνο του πολέμου τον περιγράφει η ίδια στον Έκτορα, σε μια προσπάθεια να κάνει τον άνδρα της να λυπηθεί την ερημιά της. Μέσα από την αφήγησή της αντλούμε τις εξής πληροφορίες που αφενός φανερώνουν το ήθος του Αχιλλέα, αφετέρου προοικονομούν τον θάνατο του Έκτορα αλλά και την τύχη της ίδιας μέσα από την αφήγηση για τη μητέρα της. Λέει λοιπόν: Ο Αχιλλέας 1) σκότωσε τον πατέρα της· 2) σκότωσε όλα της τα αδέλφια· 3) αφάνισε τα κοπάδια τους· 4) κατέλαβε την πόλη της Θήβας· 5) άρπαξε πολλά λάφυρα· 6) σεβάστηκε τον νεκρό πατέρα της και τον έθαψε με τα όπλα του και με τις πρέπουσες τιμές· 7) αιχμαλώτισε τη μητέρα της, την ελευθέρωσε όμως έναντι λύτρων, και εκείνη πέθανε τελικά στο σπίτι του άνδρα της. (Ζ 414-427) Η αναφορά στα δεινά και την ερημιά της αιτιολογούν τα αισθήματαπου τρέφει για τον άνδρα της. Με τον «αγώνα λόγων» που δίνει προσπαθεί να επηρεάσει συναισθηματικά τον Έκτορα, ώστε να εφαρμόσει μια πιο αμυντική τακτική και να μη μονομαχήσει με τον Αχιλλέα. (Εικ. 08777879808182838485868788899091929394)

Η αφήγηση της Ανδρομάχης για το πώς ο Αχιλλέας φέρθηκε στον νεκρό πατέρα της συνειρμικά φέρνει στον νου τον τρόπο με τον οποίο ο μοιραίος για τη ζωή τη δική της και των μελών της οικογένειάς της Έλληνας πολεμιστής αντιμετώπισε το νεκρό σώμα του Έκτορα -το γύμνωσε από το όπλα, το τραυμάτισε ακόμη και νεκρό, το κακοποίησε σέρνοντάς το πίσω από το άρμα του και γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου ή από τα τείχη της Τροίας.

Στην Ιλιάδα εμφανίζεται ψηλή, μελαχρινή, αυστηρή, τρυφερή μητέρα. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί η συναντησή της με τον άνδρα της, παρουσία του παιδιού τους, καθώς ο αναγνώστης/ακροατής της ραψωδίας Ζ ξέρει ότι είναι η τελευταία φορά που το ζευγάρι και το παιδί συναντιούνται: ο Έκτορας θα πεθάνει σε λίγο, με την άλωση της Τροίας θα πεθάνει και ο τελευταίος γόνος της βασιλικής οικογένειας, ενώ στην Ανδρομάχη επιφυλάσσεται η τύχη που προλέγει ο Έκτορας στη συναντησή τους: θα γίνει σκλάβα και θα κάνει τις δουλειές που αρμόζουν σε μια σκλάβα προκαλώντας τη χλεύη ή τον οίκτο ή τον φθόνο (Ζ 450-461). (Εικ. 32333435363738399596979899100)

Η τύχη της Ανδρομάχης μετά την άλωση της Τροίας


Η τύχη της Ανδρομάχης μετά την άλωση της Τροίας συνδέεται με του Έλενου. Και λέγονταν τα εξής:

  1. Ακολούθησε τον Έλενο που μαζί με τη μητέρα του Εκάβη, την Κασσάνδρα και μερικούς άλλους Τρώες πήγε στη θρακική Χερσόνησο και εγκαταστάθηκε εκεί.(Εικ. 101)
  2. Έπεσαν και οι δυο στον κλήρο του Νεοπτόλεμου. Με τη μαντική του ικανότητα ο Έλενος, συμβούλευσε τον Νεοπτόλεμο να μη γυρίσει στην Ελλάδα από τη θάλασσα, αλλά από τη στεριά, με αποτέλεσμα ο γιος του Αχιλλέα να σωθεί από την καταστροφή που έπαθε ο ελληνικός στόλος στον Καφηρέα.

Από τον Νεοπτόλεμο απέκτησε ένα γιο, τον Μολοσσό -ή και άλλους δυο, τον Πέργαμο και τον Πίελο. Λεγόταν ότι μετά τη δολοφονία του Νεοπτόλεμου το βασίλειο έμεινε στην Ανδρομάχη και τον Έλενο. Και όταν ο Αινείας πέρασε από την Ήπειρο, κατευθυνόμενος στη Δύση, τους βρήκε να βασιλεύουν ειρηνικά.

Μετά τον θάνατό του, η Ανδρομάχη συνόδευσε τον γιο της Πέργαμο στη Μυσία όπου ίδρυσε την ομώνυμη πόλη.

Η μορφή της Ανδρομάχης ενέπνευσε δραματουργικά τον Ευριπίδη στις Τρωάδες (415 π.Χ.) και στην ομώνυμη τραγωδία (426 π.Χ.). Στην πρώτη, και καθώς στην αθηναϊκή κοινωνία η θέση και η αποστολή της γυναίκας ήταν σημαντικό ζήτημα, εμφανίζεται σαν το πρότυπο της γυναίκας της αθηναϊκής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τη Φαίδρα στην τραγωδία Ιππόλυτος(428 π.Χ.) πάλι του ίδιου ποιητή.

Στην Ανδρομάχη, φαίνεται ότι ο Ευριπίδης αξιοποίησε την προφητική ρήση του Έκτορα για την τύχη της γυναίκας του μετά την άλωση της Τροίας. Η άκληρη κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, η Ερμιόνη, περήφανη για τα πλούτη της αλλά και δυστυχισμένη για την ατεκνία της, κατηγόρησε την Ανδρομάχη ότι της πλάνεψε τον άνδρα και ότι με μαγικά βότανα την έκανε άτεκνη. Με τη βοήθεια του πατέρα της Μενέλαου, συνωμότησε εναντίον της Ανδρομάχης και του γιου της, τον οποίο η άτυχη μητέρα έκρυψε για λίγο στον ναό της Θέτιδας. Τον ανακάλυψε όμως η Ερμιόνη και ήταν έτοιμη να σκοτώσει μητέρα και παιδί, που τελικά σώθηκαν με τη μεσολάβηση του Πηλέα, παππού του Νεοπτόλεμου, όχι όμως και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος που έπεσε θύμα της συνωμοσίας του Ορέστη, και ο οποίος έσωσε την Ερμιόνη που ήθελε να αυτοκτονήσει -την πήρε και έφυγαν.

Και στις δύο τραγωδίες η Ανδρομάχη εμφανίζεται ως η μάνα που κινδυνεύει να χάσει το παιδί της ή το χάνει. Και δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι στην Ανδρομάχη, σε μια τραγωδία που γράφεται κοντά στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, το παιδί της σώζεται, το ίδιο και η ίδια που δικαιώνεται· αντίθετα, στις Τρωάδες, τραγωδία γραμμένη στην καρδιά του πολέμου μεταξύ Ελλήνων, είναι η μάνα που χωρίς επιστροφή και ελπίδα χάνει το παιδί της και η ίδια σέρνεται στη σκλαβιά.

 

ΑΣΤΥΑΝΑΚΤΑΣ


Γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης, αποκαλούνταν από τον πατέρα του Σκαμάνδριος από το όνομα του ποταμού της Τροίας (ήταν συνηθισμένο ήρωες να σχετίζονται με ποταμούς που δίνουν ζωή) και Αστυάνακτας από τον λαό προς τιμή και από ευγνωμοσύνη προς τον Έκτορα. Τη διπλή ονοματοθεσία του παιδιού συζητά ο Πλάτων στον διάλογο Κρατύλος (392d-393b), που αποτελεί την πρώτη απόπειρα στην ιστορία της δυτικής σκέψης να αντιμετωπισθεί φιλοσοφικά η προβληματική της γλώσσας.

Σε μια πολύ τρυφερή οικογενειακή στιγμή, γεμάτη από συγκρατημένη δραματικότητα, στη συναντηση της μητέρας του με τον πατέρα του, κλαίει γιατί τρομάζει από την περικεφαλαία του Έκτορα, ησυχάζει όταν εκείνος τη βγάζει και τότε μόνο πηγαίνει στην αγκαλιά του (Z 400-405, 466-484). (Εικ. 7981828384858687888990919293) Μετά την άλωση της Τροίας, ο Οδυσσέας σκότωσε το παιδί (Ιλίου πέρσις) ή έπεισε τους Έλληνες ότι το παιδί πρέπει να πεθάνει, ώστε να μην μείνει σπόρος τρωαδίτικος κανένας. (Εικ. 99)

Στην τραγωδία Τρωάδες του Ευριπίδη, ο Ταλθύβιος φέρνει την αναγγελία της απόφασης στην Ανδρομάχη. Όταν οι Έλληνες πέταξαν το παιδί από το τείχος, η μητέρα του ήταν ήδη στα καράβια στον δρόμο της σκλαβιάς της. Η μάνα παρήγγειλε το έργο της ταφής του παιδιού της να το αναλάβει η γιαγιά του, η Εκάβη (Ευρ., Τρ. 1118-1225)

Άλλοτε, η απόφαση για τον θάνατο του Αστυάνακτα αποδίδεται αποκλειστικά στον Νεοπτόλεμο που άρπαξε το παιδί από το πόδι και το εκσφενδόνισε (Ιλιάς Μικρά· πρβ. Παυσ. 10.25.9). Στην εικονογραφία εμφανίζεται να σκοτώνει με το νεκρό σώμα του Αστυάνακτα τον παππού του Πρίαμο. (Εικ. 32343536373839)

Με τον θάνατο του Αστυάνακτα συντελείται η γενοκτονία των Τρώων. (Εικ. 102) Μεταγενέστερες παραδόσεις τον θέλουν ζωντανό και, μεγαλώνοντας, να ιδρύει τη νέα Τροία.

 

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

About Αρχαίων Τόπος

Ιστορία- Αρχαιολογία- Τέχνη- Φιλοσοφία- Επιστήμη
This entry was posted in ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, Μυθολογία. Bookmark the permalink.