Μία εντυπωσιακή μουσειακή συλλογή μυκηναϊκών ορειχάλκινων όπλων. Περιλαμβάνονται ξίφη (Γραμμική Β΄: qi-si-po, ξίφος) ή φάσγανα (pa-ka-na, φάσγανα), εγχειρίδια, αιχμές δοράτων/εγχεων, βελών κ.α.
–
Τα αρχαιολογικά τεκμήρια και οι περιγραφές του Ομήρου (αφαιρώντας τις συμβολικές θεϊκές παρεμβάσεις και μερικά προφανή μεταγενέστερα στοιχεία της Γεωμετρικής), είναι οι κύριες πηγές αναφορικά με την πολεμική τέχνη του Μυκηναϊκού Αιγαίου. Στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο τα ομηρικά έπη θεωρούντο θεμελιώδη συγγράμματα για τη μελέτη της τέχνης του πολέμου. Ειδικά οι ανακτορικές πινακίδες από την Πύλο, την Κνωσό και τις Μυκήνες, παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη στρατιωτική ιεραρχία, την οργάνωση και τον εξοπλισμό. Οι πινακίδες αφορούν κρατικά αρχεία που συντάσσονταν από τους «γραφειοκράτες» των ανακτόρων και φανερώνουν ότι η στρατιωτική οργάνωση και η διατήρηση του βαρύτερου εξοπλισμού ελέγχονταν από τα ανάκτορα. Επίσης οι ευγενείς ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν εξοπλισμό και στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι πινακίδες στρατιωτικών ζητημάτων φέρουν τον τίτλο «ορχά» (o-ka), λέξη συγγενική του «όρχος» (στρατιωτική ομάδα), η οποία πιθανώς σημαίνει τη στρατιωτική μονάδα ή/και διαταγή.
Δύο σύγχρονες αναπαραστάσεις Μυκηναίων μαχίμων.
Η άνω μορφή φέρει την περίφημη αρθρωτή πανοπλία των Δενδρών, η οποία χρησιμοποιείτο από τους «επιβάτες» (μάχιμους) των πολεμικών αρμάτων Φέρει το ίδιο οδοντόφρακτο κράνος, με ένα ανεστραμμένο λοφίο, και το ίδιο έγχος (Γραμμ. Β΄: e-ke-a, έγχεα) τo oποίο κρατάει σε χαμηλή λαβή, σε αντίθεση με τον προηγούμενο. Οι κνημίδες του στηρίζονται σε γνωστά μυκηναϊκά ευρήματα από την Αχαϊα, ενώ στους πήχεις του φέρει προστατευτικά περιπήχια. (αναπαράσταση από άγνωστο σύλλογο).
Η κάτω μορφή φέρει ένα σχετικά σπάνιο μυκηναϊκό είδος θώρακα (Γραμμική Β΄: to-ra-ke, θώρακες), τον φολιδωτό. Επιτίθεται με ‘έγχος’, το μυκηναϊκό επίμηκες και στιβαρό δόρυ, κρατώντας το σε υψηλή λαβή. Παρατηρείστε την οδοντόφρακτη περικεφαλαία του (Γραμμική Β΄: ko-ru), από δόντια κάπρου, η οποία εδώ αποκαταστάθηκε με ένα σπάνιο στοιχείο: το διπλό λοφίο το οποίο στηρίζεται σε σχετικές μυκηναϊκές απεικονίσεις (αναπαράσταση από τον Αυστραλιανό Ιστορικό σύλλογο Sydney Ancients).
–
Στην κορυφή της πολιτικοστρατιωτικής ιεραχίας κάθε ανακτορικού κράτους βρισκόταν ο άναξ, ο μονάρχης ή ηγεμόνας (Γραμμική Β΄: wa-na-ka, «ά-να-κτας»). Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο «λα(φ)αγέτας» (λαFαγέτας, la-wa-ge-ta), δηλαδή ο «λαο-ηγέτης», αρχηγός του στρατού (η λέξη λαός/λαFάς σήμαινε τον στρατό). Ο λα(φ)αγέτας θεωρείται συχνά ο «στρατιωτικός νους» σε καιρό πολέμου, εκείνος που κατέστρωνε τα στρατηγικά σχέδια, επειδή ο άναξ ήταν απασχολημένος με την υψηλή πολιτική και διπλωματία. Σε καιρό ειρήνης, ο λαφαγέτας συνιστούσε ένα είδος «καγκελάριου». Προερχόταν συνήθως από τη βασιλική οικογένεια και ήταν ενδεχομένως ένας από τους πρίγκιπες, μάλλον ο διάδοχος. Στην Ιλιάδα, οι δύο κεντρικοί ήρωες Αχιλλέας και Εκτωρ είναι δύο περιπτώσεις λαφαγετών. Άλλος λαφαγέτας της Ιλιάδας είναι ο Αντίλοχος των Πυλίων, γιος του Νέστορα.
Ο άναξ και ο λαφαγέτας κατείχαν ο καθένας το προσωπικό του τιμάριο, το «τέμενος» (te-me-no). Οι «βασιλείς» (βασιλεύς, qa-si-re-u) ήταν περιφερειακοί στρατιωτικοί διοικητές εδρεύοντας σε πόλεις της επαρχίας. Πολύ αργότερα η λέξη αντικατέστησε εννοιολογικά τον όρο «άναξ». Οι βασιλείς διατηρούσαν δική τους ακολουθία αυλικών-αξιωματούχων, τη «βασιλεία» (qa-si-rwi-ja). Οι «κορέται» (ko-re-te) ή χωρητήρες(;) φαίνεται πως ήταν τοπάρχες χαμηλότερης βαθμίδας, που έδρευαν σε μικρότερες πόλεις (πολίσματα) και είχαν κυρίως πολιτικά καθήκοντα. Υπαρχηγοί των κορετών ήταν οι «προκορέται» (pro-ko-re-te) ή προχωρητήρες(;). Σε καιρό πολέμου οι κορέται/χωρητήρες και οι προκορέται υπηρετούσαν μάλλον ως αξιωματικοί. Οι τελεστές (te-re-te) ήταν ευγενείς γαιοκτήμονες που παρείχαν στρατιωτική υπηρεσία και εξοπλισμό στο κράτος. Οι «μοιρόππαι» (moroppa), δηλαδή οι κατόχοι «μοίρας» (έκτασης γης), φαίνεται πως ήταν ελάσσονες γαιοκτήμονες απευθείας εξαρτημένοι από τον άνακτα, με στρατιωτικές υποχρεώσεις. Ισως ήταν μερικώς ξένοι έποικοι. Όπως διαφαίνεται στις πινακίδες της Πύλου, ο «ελευτήρ» ήταν ένας πολιτικός αξιωματούχος με καθήκοντα «επιθεωρητή», απεσταλμένος του άνακτα προκειμένου να καταγραφεί την παραγωγή και την κατάσταση των γαιών που ελέγχονταν από «βασιλείς» και χωρητήρες.
Οι επέτες (επέτης, e-qe-ta), δηλαδή οι «ακόλουθοι» του άνακτος, ήταν μία ιδιαίτερη ομάδα αξιωματούχων που δεν ανήκε στην επίσημη ιεραρχία. Επρόκειτο για υψηλόβαθμους αξιωματικούς, που είχαν εκληφθεί παλαιότερα ως διοικητές μεγάλων μονάδων, όμως η σύγχρονη έρευνα τείνει να τους θεωρήσει «στρατιωτικούς συνδέσμους» ανάμεσα στους απλούς μαχίμους και τον άνακτα. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από το ότι στις πινακίδες, ιδίως της Πύλου, κάθε μονάδα πέρα από τον διοικητή της (ορχαμό) συμπεριλαμβάνει έναν ή περισσότερους επέτες, οι οποίοι αποδεδειγμένα δεν ήταν υφιστάμενοι του. Πιθανώς οι επέτες ήλεγχαν διακριτικά τη δράση των άλλων αξιωματικών και του λαφαγέτα, περιφρουρώντας τη νομιμοφροσύνη τους στον άνακτα. Επιπρόσθετα, κατείχαν σημαντικότατο στρατιωτικό ρόλο υπηρετώντας ως «επιβάτες» (μάχιμοι) αρμάτων και ως διοικητές στρατιωτικών σωμάτων. Κατά την Πρώιμη περίοδο, οι επέτες συγκροτούσαν μάλλον τους επίλεκτους αρματηλάτες, ενώ κατά την Υστερη «αφίππευαν» και πολεμούσαν ως επίλεκτοι πεζοί («πρόμαχοι»).
Γενικά οι επέτες συγκροτούντο από αριστοκράτες αξιωματικούς που διακρίνονταν για τις αυξημένες πολιτικοστρατιωτικές ικανότητες και τη νομιμοφροσύνη τους στον άνακτα, και έχουν παραλληλισθεί με τους «εταίρους» ιππείς των μεταγενέστερων Μακεδόνων βασιλέων. Ο όρος «επέτες» έχει κοινή προέλευση με τον λατινικό «equites» για τους «ιππείς», από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «eqwos/ekwos» (ίππος, άλογο). Το συγκεκριμένο στοιχείο φανερώνει την ιδιότητα τους ως αρματηλάτες μάχιμοι (το «ιππικό» της περιόδου) και την υψηλή κοινωνική τους θέση, ανάλογη με εκείνη των ευγενών «ιππέων» των Κλασσικών πόλεων-κρατών αλλά και των Δυτικοευρωπαίων «ιπποτών» του Μεσαίωνα. Οι άγνωστοι «keseno» έχουν θεωρηθεί αξιωματικοί με αρμοδιότητες ανάλογες των επετών, αλλά κατώτερης βαθμίδας, όμως πιθανότερη είναι η πρόσφατη άποψη ότι πρόκειται για ξένους μισθοφόρους, αξιωματικούς ή απλούς στρατιώτες. Οι «kekides» και οι «kurewes» των Πύλιων πινακίδων, θεωρήθηκαν παλαιότερα ως κατηγορίες μαχίμων, όμως αποτελούσαν μάλλον τοπικές ομάδες από συγκεκριμένες περιοχές της Πυλίας-Μεσσηνίας.
Παρατηρούμε τη «δαιδαλώδη» οργάνωση της ανακτορικής πολιτικοστρατιωτικής ιεραρχίας με μεγάλο εύρος κατηγοριών αξιωματούχων.
Σχετικά με την οργάνωση του στρατού σε μονάδες, αυτή βασιζόταν στο δεκαδικό σύστημα. Οι αριθμοί των δυνάμεων που σύμφωνα με τις Πύλιες πινακίδες, ήταν επιφορτισμένες με την άμυνα των ακτών του κράτους, ήταν πολλαπλάσιοι του 10, αριθμώντας από 10 έως 110 άνδρες. Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις ότι η μονάδα των 10 ανδρών ήταν η μικρότερη των ανακτορικών στρατών.
Μυκηναϊκά ξίφη από ανασκαφές, με εμφανή τη μινωική επιρροή (copyright ‘Alex IΙI of Macedon’, Canada).
–
Η Ιλιάδα υποδεικνύει την ακόλουθη οργάνωση. Ο άναξ ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός. Ο στρατός αποτελείτο από τις «κατηγορίες» των αρχηγών, των αρματηλατών, των προμάχων και των άλλων πεζών (βαρέων και ελαφρών). Οι πρόμαχοι (κυρίως επέτες) ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές που πλαισίωναν τους αρχηγούς στη μάχη. Οι αρχηγοί και οι πρόμαχοι έφεραν ισχυρή θωράκιση (πανοπλία) και μεταφέρονταν με άρματα. Οι ανακτορικές πινακίδες υποδηλώνουν ότι οι «επιβάτες» αρματηλάτες που πολεμούσαν από τους δίφρους (χωρίς να κατεβαίνουν από αυτούς) στελεχώνονταν από επέτες (επίλεκτους) και μάχιμους που παρέχονταν από τους τελεστές (ευγενείς).
Οι ένοπλες δυνάμεις συγκροτούντο από όλους τους στρατευσίμους άνδρες. Η στρατολόγηση τους γινόταν σύμφωνα με τις περιφέρειες του βασιλείου. Οι πινακίδες της Πύλου δείχνουν ότι τα διάφορα στρατιωτικά σώματα έφεραν την ονομασία της περιοχής ή της φυλετικής ομάδας τους (π.χ. Πεδιείς, Κροκυλαίοι κ.ά.).
–
Περικλής Δεληγιάννης
–
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ομηρος: ΙΛΙΑΔΑ, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα, 1990 (επανέκδοση).
2. Ομηρος: ΟΔΥΣΣΕΙΑ, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα.
3. Chadwick J.: THE DECIPHERMENT OF LINEAR B, Cambridge, 1990.
4. Chadwick J.: LINEAR B AND RELATED SCRIPTS, London, 1987.
5. Taylour W.D.: THE MYCENAEANS, London, 1983.